κοψ(ο)- — (Μ κοψ[ο ]) α συνθετικό λέξεων, από το θ. κοψ τού ρ. κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) και το συνδετικό φωνήεν ο , που δηλώνουν ότι κάτι είναι κομμένο (πρβλ. κοψο μύτης). Σε ορισμένα νεοελλ. σύνθ. το α συνθετικό κοψ(ο) έχει πάρει τη μεταφορική σημασία… … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
κολοβός — ή, ό 1. αυτός που έχει κομμένη την ουρά, κοψονούρης: Ο γείτονας έχει ένα κολοβό σκυλί. 2. ακρωτηριασμένος, ελλιπής: Από τον αρχαίο αυτό ναό σώζονται σήμερα μερικές κολοβές κολόνες. 3. φρ., «Eίναι φίδι κολοβό», είναι κακός και ύπουλος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσονούρης, -α — και ισσα, ικο και κοψονούρης αυτός που έχει κομμένη την ουρά του, κολοβός: Η κουτσονούρα αλεπού ήθελε και τις άλλες κουτσονούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόλουρος, -η — ο 1. αυτός που έχει κομμένη την ουρά, κοψονούρης. 2. στη γεωμετρία, «κόλουρος κώνος», ο κώνος από τον οποίο έχει αποκοπεί η κορυφή του με επίπεδο παράλληλο προς τη βάση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)